περίστασις

περίστασις
περίστασις
standing round
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιστάσει — περίστασις standing round fem nom/voc/acc dual (attic epic) περιστάσεϊ , περίστασις standing round fem dat sg (epic) περίστασις standing round fem dat sg (attic ionic) περιστά̱σει , περιίστημι place round aor subj act 3rd sg (epic doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστάσεις — περίστασις standing round fem nom/voc pl (attic epic) περίστασις standing round fem nom/acc pl (attic) περιστά̱σεις , περιίστημι place round aor subj act 2nd sg (epic doric) περιστά̱σεις , περιίστημι place round fut ind act 2nd sg (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστάσεσι — περίστασις standing round fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστάσεσιν — περίστασις standing round fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστάσης — περίστασις standing round fem nom/voc pl (doric aeolic) περιστά̱σης , περιίστημι place round pres part act fem gen sg (attic epic ionic) περιστά̱σης , περιίστημι place round aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστάσιας — περίστασις standing round fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστάσιος — περίστασις standing round fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίστασιν — περίστασις standing round fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίσταση — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 26 μ.), στην πρώην επαρχία Πιερίας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται πολύ κοντά στην Κατερίνη της οποίας αποτελεί προάστιο. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ. χλμ.). * * * η / περίστασις, εως, ΝΜΑ [περιίστημι] 1.… …   Dictionary of Greek

  • обстоятельство — начиная с Карамзина, калька нем. Umstand или франц. сirсоnstаnсе, которые передают лат. circumstantia, греч. περίστασις; см. Унбенгаун, RЕS 12, 39; Сандфельд, Festschrift V. Тhоmsеn 170 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”